- Ναβαρίνο
- Βλ. λ. Ναυαρίνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ναβαρίνο — το κωμόπολη της Πελοποννήσου αλλ. Πύλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Σπιρίντοφ, Γκριγκόρι Αντρέγεβιτς — Ρώσος ναύαρχος (1713 1790). Κατατάχθηκε από παιδί ακόμα, στο πολεμικό ναυτικό και το 1733 έγινε αξιωματικός. Πήρε μέρος στον Επταετή πόλεμο (1756 63) και διακρίθηκε στην πολιορκία του φρουρίου Κόλμπεργκ ως διοικητής αποβατικού τμήματος. Το 1762… … Dictionary of Greek
Ταβία — Μεσαιωνική κωμόπολη της Αρκαδίας, από τις σπουδαιότερες της Πελοποννήσου κατά τον 15o αι. μ.Χ. Το 1418 επιτέθηκε εναντίον της από το Ναβαρίνο ο Γενοβέζος Κεντυρίων, για να μπορέσει να επεκτείνει τη δύναμή του στην Πελοπόννησο και να βλάψει τους… … Dictionary of Greek
Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… … Dictionary of Greek
Τσακόπουλος, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Μαντινεία και αναφέρεται και με το όνομα Αναγνώστης. Ήταν γιος του αρματολού T., υπαρχηγού του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη. Στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης διακρίθηκε στην πολιορκία της Τρίπολης και στους αγώνες … Dictionary of Greek